ὀρνιθοσκόπος — ὀρνῑθοσκόπος , ὀρνιθοσκόπος masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθοσκόποις — ὀρνιθόσκοπος observing and predicting by the flight and cries of birds masc/fem/neut dat pl ὀρνῑθοσκόποις , ὀρνιθοσκόπος masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθοσκόπου — ὀρνιθόσκοπος observing and predicting by the flight and cries of birds masc/fem/neut gen sg ὀρνῑθοσκόπου , ὀρνιθοσκόπος masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθοσκόπους — ὀρνιθόσκοπος observing and predicting by the flight and cries of birds masc/fem acc pl ὀρνῑθοσκόπους , ὀρνιθοσκόπος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθοσκόπων — ὀρνιθόσκοπος observing and predicting by the flight and cries of birds masc/fem/neut gen pl ὀρνῑθοσκόπων , ὀρνιθοσκόπος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὀρνιθοσκόπον — ὀρνῑθοσκόπον , ὀρνιθοσκόπος masc/fem acc sg ὀρνῑθοσκόπον , ὀρνιθοσκόπος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-σκόπος — β συνθετικό ουσιαστικών και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο ουσ. σκοπός (< σκέπτομαι) και δηλώνει αυτόν που σκέπτεται, που παρατηρεί, που εξετάζει, που μελετά ή ερευνά. Τα συνθ. σε σκοπος απαντούν ως… … Dictionary of Greek
ορνιθοσκοπία — ὀρνιθοσκοπία, ἡ (Α) [ορνιθοσκόπος] πρόβλεψη τού μέλλοντος από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής πτηνών, ορνιθομαντεία … Dictionary of Greek
ορνιθοσκοπούμαι — ὀρνιθοσκοποῡμαι, έομαι (Α) [ορνιθοσκόπος] προφητεύω το μέλλον από την παρατήρηση τού πετάγματος ή τής κραυγής τών πτηνών … Dictionary of Greek
όρνιθα — Το θηλυκό του πετεινού. Πουλί του γένους αλέκτωρ (gallus), της οικογένειας των φασιανιδών. Βλ. λ. πετεινός. * * * η (ΑΜ ὄρνις, ιθος, δωρ. και ιων. τ. ὄρνιξ, ιχος, κρητ. τ. ὄννις, ὁ, ἡ) (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οι Όρνιθες τίτλος μιας από τις… … Dictionary of Greek